- ηγουμενοσυμβούλιο
- τοσυμβούλιο που διοικεί ένα μοναστήρι· αποτελείται από τον ηγούμενο και δύο βοηθούς του που εκλέγονται από τους μοναχούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηγουμενοσυμβούλιο — το ο ηγούμενος και οι μοναχοί που αποτελούν το συμβούλιο διοικήσεως τής μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγούμενος + συμβούλιο. Η λ., στον λόγιο τ. ηγουμενοσυμβούλιον, μαρτυρείται από το 1896 σε έγγραφο τής νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας] … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
μοναστηριακός — ή, ο (Μ μοναστηριακός, ή, όν) [μοναστήρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι ή σε μοναστήρια 2. μοναστηρήσιος 3. φρ. α) «μοναστηριακό συμβούλιο» εκκλ. το συλλογικό σώμα διοίκησης και διαχείρισης τής περιουσίας τής μονής, το οποίο… … Dictionary of Greek